- ξαγρυπνώ
- ξαγρύπνησα, ξαγρυπνημένος και ξαγρυπνισμένος, μένω άγρυπνος, χάνω τον ύπνο μου, αγρυπνώ: Δεν πρέπει να ξαγρυπνάς, παιδί μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξαγρυπνώ — ξαγρυπνάω / ξαγρυπνώ (παρατατ. συνήθως ούσα), ξαγρύπνησα, ξαγρυπνισμένος βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξαγρυπνώ — άω μένω άυπνος, αγρυπνώ, χάνω τον ύπνο μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * με επιτ. σημ. + αγρυπνώ] … Dictionary of Greek
εγείρω — (AM ἐγείρω) 1. σηκώνω από τον ύπνο 2. ορθώνω, σηκώνω από το έδαφος 3. οικοδομώ, χτίζω 4. κινώ, διεγείρω, προκαλώ, δημιουργώ («εγείρω αξιώσεις») 5. σηκώνομαι από τη θέση μου αρχ. μσν. ανασταίνω αρχ. 1. προάγω, προωθώ 2. βοηθώ κάποιον να γίνει καλά … Dictionary of Greek
εφεσπερεύω — ἐφεσπερεύω (Α) [εφέσπερος] αγρυπνώ, ξαγρυπνώ (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν «ἑσπέρας ἐγρηγορῶ») … Dictionary of Greek
νυκτεγερτώ — νυκτεγερτῶ και νυκτηγρετῶ, έω (Α) είμαι φρουρός και αγρυπνώ κατά τη διάρκεια τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἐγερτῶ, πιθ. μέσω αμάρτυρου τ. *νυκτεγέρτης (< νύξ, νυκτός + ἐγείρω «ξαγρυπνώ»). Ο τ. νυκτηγρετῶ < νύξ, νυκτός + θ. εγρε… … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξάγρυπνος — η, ο 1. άγρυπνος, άυπνος 2. αυτός που επαγρυπνεί, που καιροφυλακτεί, που έχει τον νου του σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + άγρυπνος ή υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ξαγρυπνώ] … Dictionary of Greek
ξαγρύπνημα — το [ξαγρυπνώ] αγρυπνία, ξαγρύπνια, το να μένει κάποιος άγρυπνος, το να χάνει τον ύπνο του … Dictionary of Greek
ξαγρύπνια — και ξαγρύπνια, η στέρηση τού ύπνου, αγρυπνία, αϋπνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαγρυπνώ, κατά το σχήμα αγρυπνώ αγρύπνια] … Dictionary of Greek
ξαγρύπνισμα — το ξαγρύπνια, ξαγρύπνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαγρυπνώ, κατά τα ουδέτερα σε ισμα (από ρ. σε ίζω)] … Dictionary of Greek